- χιόνισμα
- το, -ατοςχιόνι, χιονιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χιόνισμα — το, Ν [χιονίζω] το αποτέλεσμα τού χιονίζω … Dictionary of Greek
χιονισμός — ὁ, Α [χιονίζω] το χιόνισμα … Dictionary of Greek
χιονοβόλημα — το, ατος 1. χιόνισμα 2. χιονοπόλεμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)